Άτυπη Μουσική Μάθηση στην τάξη

Γράφει ο καθ. Ελευθέριος Καραγιάννης (μουσικολόγος)

«Πας γαρ ο βίος του ανθρώπου ευρυθμίας τε και ευαρμοστίας δείται» (Πλ.Πρωτ. 324 d- 328d). Όλη μας η ζωή χρειάζεται δύο βασικά χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, τα οποία συνιστούν την ουσία της μουσικής τέχνης, το ρυθμό ( ρέω) και την αρμονία (αρμόττω, δηλαδή συν- ταιριάζω) . Η μουσική, ως τέχνη και επιστήμη που ασχολείται με τους ήχους, διαδραματίζει βασικό ρόλο/ κατέχει σημαντική θέση στην εκπαιδευτική διαδικασία καθώς « ο ρυθμός και η μελωδία εισχωρούν στα τρίσβαθα της ψυχής και αδράχνοντάς την με δύναμη μεγάλη, φέρνουν μέσα της ευπρέπεια και της δίνουν ομορφιά, εάν βέβαια κάποιος ανατραφεί σωστά» (Πολ.Πολιτ. 401 d-e).

Στο 13o κεφάλαιο με τίτλο «Informal Learning In The Music Classroom: A Seven- Stage Program» από το βιβλίο της L. Green «Music Education as Critical Theory and Practice» γίνεται εκτενής αναφορά στην άτυπη μουσική μάθηση. Άτυπη μουσική μάθηση είναι η διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης που βασίζεται στην άμεση ακουστική αναπαραγωγή του ηχητικού ερεθίσματος χωρίς την καθοδήγηση δασκάλου αλλά με αλληλοδιδακτική μέθοδο που στηρίζεται στην ομαδοποίηση και συνεργασία των μαθητών. Βασικό κίνητρο αποτελεί η αισθητική απόλαυση που αποσκοπεί στην προσωπική δημιουργία. Η διδακτική της κλασικής μουσικής, στην μακραίωνη πορεία της, παρουσίασε αρκετές δυσλειτουργίες όσον αφορά το πρωτόκολλο διδασκαλίας- μάθησης που ώθησαν αρκετούς σπουδαστές στην αναζήτηση-εφαρμογή πρακτικών/ άτυπων μεθόδων (ακρόαση- εκτέλεση, « παίξε αυτό που ακούς») που υιοθέτησαν οι δημοφιλείς μουσικοί κατά την εκπαίδευσή τους. Στις μέρες μας, η διδασκαλία της άτυπης μάθησης συμπεριλαμβάνεται επικουρικά στην τυπική διδασκαλία ενισχύοντας την ουσιαστικά.

Οι άτυπες πρακτικές μάθησης διέπονται από πέντε (5) βασικά χαρακτηριστικά που βρίσκονται στον αντίποδα των αντίστοιχων χαρακτηριστικών της τυπικής μάθησης. Αρχικά, σε αντίθεση με την τυπική μάθηση όπου οι μαθητές, υπό την καθοδήγηση του δασκάλου, έρχονται σε επαφή με άγνωστα για αυτούς μουσικά κομμάτια , η επιλογή του μουσικού κομματιού στην άτυπη μορφή μάθησης καθορίζεται από τους ίδιους τους μαθητές με βάση τα ενδιαφέροντα τους, την αντιληπτική τους ικανότητα και τις προτιμήσεις τους. Βασικό μέσο στην υλοποίηση της άτυπης μάθησης αποτελεί η αναπαραγωγή με το αυτί σε αντίθεση με τη μουσική – λεκτική σημειογραφία που κατευθύνει την πορεία της μάθησης στην τυπική διαδικασία. Τέλος, η άτυπη μορφή μάθησης πραγματοποιείται ατομικά ή ομαδικά. Στην τελευταία, οι συνομήλικοι της ομάδας μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο (peer directed learning) ή σε ομάδα (group learning) όπου η μάθηση πραγματοποιείται μέσα από την παρατήρηση και τη συζήτηση με ελάχιστη έως μηδαμινή εμπλοκή του δασκάλου. Οι μαθητές, χωρίς προκαθορισμένη πορεία μάθησης, βασιζόμενοι στην αφομοίωση του «τυχαίου» (haphazard), στην ιδιοσυγκρασία τους (idiosyncratic) και σε ολιστικές μεθόδους (holistic) πειραματίζονται μέσω της ακρόασης, της θέασης, της μίμησης και της συζήτησης με μουσικές παραγωγές από τον «τον πραγματικό κόσμο», δηλαδή με μουσικά κομμάτια της καθημερινότητας και στοχεύουν στην τελική προσωπική δημιουργία μέσα από την ακρόαση, εκτέλεση, αυτοσχεδιασμό και τη σύνθεση. Σε αντίθεση με την άτυπη μορφή μάθησης, στην τυπική μάθηση η ύπαρξη δασκάλου, η σχέση δασκάλου- μαθητή, η προκαθορισμένη ροή προόδου, το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών και η απλή αναπαραγωγή ως επιδιωκόμενου τελικού προϊόντος, θεωρούνται στοιχεία απαραίτητα και αυτονόητα. Βέβαια, παρότι υπάρχουν εμφανείς διαφορές όσον αφορά τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται κατά την πορεία μάθησης, αξίζει να αναφερθεί πως και στις δύο περιπτώσεις, της τυπικής και άτυπης μάθησης, η υπεροχή της «αίσθησης -feeling» έναντι της τεχνικής, η αισθητική απόλαυση του τελικού μουσικού προϊόντος, η προώθηση και ενίσχυση της συνεργασίας σε γκρουπ φίλων και η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των μαθητών αποτελούν κοινό τόπο και στις δύο πρακτικές.

Η παιδαγωγός- φιλόσοφος, L. Green ηγήθηκε μεταξύ 2002 -2006 ενός ερευνητικά αναπτυσσόμενου προγράμματος σπουδών- project που αφορούσε πρακτικές που υιοθετούν και εφαρμόζουν νεαροί μαθητευόμενοι της ποπ και ροκ μουσικής, τις οποίες και ενσωμάτωσε στο τυπικό πρόγραμμα σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στο project – πείραμα, το οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό πρόγραμμα μουσικών σπουδών του Ηνωμένου Βασιλείου με τίτλο « Musical Futures», έλαβαν μέρος είκοσι- ένα (21) σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας με απώτερο σκοπό τη μελέτη της εφαρμογής των πρακτικών της άτυπης μάθησης και της επίδρασης τους στην καλλιέργεια των μαθητικών δεξιοτήτων (ακρόασης- εκτέλεσης-σύνθεσης), στην προώθηση της συνεργασίας των μαθητών – εκπαιδευόμενων και στην εξοικείωση των τελευταίων με το ευρύ φάσμα της μουσικής τέχνης που εκτείνεται από τη δημοφιλή έως την κλασική της μορφή. Ως γνωστό, τα παιδιά αντιμετωπίζουν με προκατάληψη την κλασική μουσική διότι τη θεωρούν « ξένη» και «δυσνόητη» ως προς τα μουσικά τους ενδιαφέροντα. Για το λόγο αυτό, η παιδαγωγός L. Green τόλμησε να συμπεριλάβει στο μοντέλο- project και την κλασική μουσική, η επιτυχής προσέγγιση της οποίας, ανέδειξε την επιτυχία του εγχειρήματος του μοντέλου. Εφόσον τα παιδιά μπορούν και αναπαράγουν τη μουσική που «σχεδόν εχθρεύονται», το μοντέλο θεωρείται επιτυχημένο και μπορεί να εφαρμοστεί για κάθε είδος μουσικής και σε κάθε
εκπαιδευτικό σύστημα.